Πόντους

Πόντους
Πόντος
sea
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόντους — πόντος sea masc acc pl ποντίζω plunge imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ποντόω throw into the sea imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρνολντσον, Κλας Πόντους — (Klas Pontus Arnoldson,1844 – 1916). Σουηδός ειρηνιστής και πολιτικός. Ίδρυσε την Εταιρεία των Φίλων της Ειρήνης και ηγήθηκε κίνησης για την κατοχύρωση της ειρήνης σε παγκόσμια κλίμακα. Για τη δραστηριότητά του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ… …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — ο (λ. ιταλ.) 1. το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστόμετρο, δάχτυλος: Πέντε πόντους πάχος. 2. μονάδα μέτρησης σε παιχνίδι: Το παιχνίδι θα τελειώσει στους 100 πόντους. 3. θηλιά πλεχτού υφάσματος, κυρ. γυναικείας κάλτσας: Έφυγαν από την κάλτσα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκιπούρ — το 1. δαντέλα από κλωστή ή μετάξι, χωρίς φόντο, με μεγάλους πόντους 2. δικτυωτό ύφασμα, απομίμηση δαντέλας που χρησιμοποιείται για κουρτίνες και στορ 3. σχέδιο που θυμίζει τη δαντέλα γκιπούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guipure] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • πόιντ σύστεμ — το, Ν άκλ. σύστημα επιβολής κυρώσεων κατά τών οδηγών τροχοφόρων, σύμφωνα με το οποίο ο οδηγός χρεώνεται με ορισμένους πόντους για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη σοβαρότητά της, και όταν υπερβεί ορισμένο όριο τού αφαιρείται η άδεια οδήγησης. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”